- περιπολάρχης
- οο αρχηγός της περιπόλου, επικεφαλής της ομάδας που περιπολεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιπολάρχης — ο, ΝΑ νεοελλ. στρ. ο επικεφαλής περιπόλου αξιωματικός ή υπαξιωματικός αρχ. επόπτης, επιτηρητής τών στρατιωτικών περιπόλων, περιπόλαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + άρχης (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek
περιπολάρχαι — περιπολάρχης commander of military patrol masc nom/voc pl περιπολάρχᾱͅ , περιπολάρχης commander of military patrol masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπολάρχου — περιπολάρχης commander of military patrol masc gen sg περιπολάρχης commander of military patrol masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπολαρχώ — έω, Α [περιπολάρχης] είμαι επικεφαλής περιπόλου … Dictionary of Greek
περιπόλαρχος — ὁ, Α περιπολάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + αρχος (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek